Ακούγοντας τα παιδιά, μετατρέπουμε τη διδασκαλία σε μια θαυμαστή εκπαιδευτική εμπειρία!

«Ως έθνος, σπαταλήσαμε τις εμπειρίες και τις γνώσεις που κατέχουν οι μαθητές για όσα συμβαίνουν μέσα στο σχολείο και στην τάξη τους, ενώ θα μπορούσαμε να τις αξιοποιήσουμε με σκοπό να επιτύχουμε τη βελτίωση μέσω των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του εκπαιδευτικού συστήματος».

Ronald Ferguson, απόσπασμα από τη συνέντευξή του στην εφημερίδα The New York Times, Δεκέμβριος 10, 2010

Το ερώτημα που προκύπτει από την ανωτέρω ομολογία δεν θα μπορούσε παρά να είναι ρητορικής φύσης μεν και αυτονόητο, κατακριτέο δε από πολλούς επιστήμονες των παιδαγωγικών θεμάτων και δύσκολο ως προς την εφαρμογή του. Πιο συγκεκριμένα, ο εξαίρετος αυτός οικονομολόγος που διατηρεί διδακτική έδρα στο Harvard και έχει διερευνήσει διεξοδικά τους παράγοντες που επηρεάζουν την εξέλιξη και τα επιτεύγματα στον τομέα της εκπαίδευσης, δηλώνει ρητά πως το κλειδί της βελτίωσης των σχολικών μονάδων βρισκόταν πάντα μπροστά στα μάτια μας. Οι απόψεις των μαθητών και οι δικές τους «φωνές» αποτελούν κατά τον Ronald Ferguson τη σημαντικότερη πηγή άντλησης πληροφοριών που μπορεί οδηγήσει επιτυχώς στην κατάκτηση της γνώσης.

Για να κατανοήσουμε όμως, την ουσία αυτής της δήλωσης, αρκεί να αναλογιστούμε και να φέρουμε στο νου παραδείγματα της καθημερινότητας που ίσως ουδεμία σχέση έχουν με την εκπαίδευση και τα σχολεία. Αναλυτικότερα, αρκεί να σκεφθούμε μία επιχείρηση, ένα εργοστάσιο, μία κοινότητα, έναν οργανισμό, μία πόλη ή ακόμη πιο απλά, μία ποδοσφαιρική ομάδα και μέσα σε αυτό το πλαίσιο να αναζητήσουμε πτυχές βελτίωσης του εκάστοτε συγκείμενου. Η απάντηση έγκειται στη βάση, στο θεμέλιο της κάθε περίπτωσης, στα άτομα εν ολίγοις που την απαρτίζουν, καθώς κανείς δε μπορεί να γνωρίζει καλλίτερα τα εν οίκω της κάθε οικονομικής ή πάσης φύσεως οντότητας από εκείνους που περνούν τον περισσότερο χρόνο της ημέρας τους στο εν λόγω πλαίσιο, και δεν είναι άλλοι από τους υπαλλήλους/εργαζόμενους, τους κατοίκους της πόλης ή τους αθλητές της ομάδας. Παρομοίως, στο εκπαιδευτικό συγκείμενο, εκείνοι που γνωρίζουν καλλίτερα από τον καθέναν τι λειτουργεί και τι επιδέχεται βελτιώσεων στην εκπαιδευτική διαδικασία και τους σχολικούς χώρους, είναι δίχως αμφιβολία οι μαθητές. Αξίζει στο σημείο αυτό να αποσαφηνίσουμε το κατακριτέο της υπόθεσης που προαναφέρθηκε σχετικά με την άποψη αυτήν, από μία μερίδα της επιστημονικής κοινότητας. Ο ενδοιασμός έγκειται στο γεγονός πως τα παιδιά δεν δύνανται να αναλάβουν μία τέτοιου είδους ευθύνη, καθώς υπολείπονται των δεξιοτήτων των ενηλίκων. Οι παραγωγοί όμως των σχολικών αποτελεσμάτων είναι οι μαθητές και για τον λόγο αυτόν η συμμετοχή τους στα δρώμενα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, κρίνεται επιτακτική. Το πλαίσιο επομένως της οριοθέτησης των «φωνών» των παιδιών αφορά στην κατάσταση εκείνην, κατά την οποία, οι μαθητές όχι μόνον έχουν άποψη για θέματα του σχολείου τους, αλλά επιπρόσθετα μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες και την κατάλληλα καλλιεργημένη κουλτούρα και νοοτροπία του σχολικού και εκπαιδευτικού χώρου, θα είναι σε θέση να βελτιώσουν ουσιαστικά τη σχολική τους εμπειρία.

Αδιαμφισβήτητα τα εμπόδια που τίθενται σε αυτή την προσπάθεια είναι πολλά, αναφέρουμε χαρακτηριστικά το δύσκαμπτο αναλυτικό πρόγραμμα με τις απαιτήσεις της διεκπεραίωσης συγκεκριμένης ύλης σε προκαθορισμένο χρόνο, τον δασκαλοκεντρικό τρόπο διδασκαλίας και την πεπαλαιωμένη κουλτούρα της εκπαιδευτικής κοινότητας που περιστρέφεται γύρω από το ρόλο της αυθεντίας. Σαφώς στόχος του άρθρου δεν είναι να επικεντρωθεί σε ό,τι λειτουργεί ανασταλτικά, αλλά να προβάλει τις αλλαγές και τα πλεονεκτήματα που μπορούν να επενεργήσουν βελτιωτικά, προτάσσοντας το πιο δημοκρατικό και ακλόνητο μέσο, τον διάλογο. Ο στοχαστικός εκπαιδευτικός, μέσω του διαλόγου και της συνεργασίας με τον μαθητή, έχει τη δυνατότητα να καλλιεργήσει την ανάπτυξη της μεταγνωστικής επίγνωσης του περιεχομένου μάθησης που επιθυμεί να κατακτήσει, βοηθώντας τους μαθητές να αποκτήσουν αυτογνωσία και έλεγχο του τρόπου κατάκτησης της γνώσης. Μέσα από τις διαδικασίες προαγωγής εποικοδομητικής μάθησης, ο εκπαιδευτικός ωθείται να σκεφθεί δημιουργικά και να αναζητήσει τρόπους προσέγγισης όλων των μαθητών, επιδιώκοντας τη συνεργασία με τα παιδιά με σκοπό την ικανοποίηση των αναγκών και των προσδοκιών τους, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα και την προσωπική του εξέλιξη. Επιπροσθέτως, από τις προαναφερθείσες διαδικασίες, δύναται να προσμετρηθούν μόνον θετικά αποτελέσματα στο μαθησιακό κομμάτι, καθώς ενδυναμώνονται οι σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών, αποτιμάται θετικά η απόδοση στη διδασκαλία, βελτιώνεται η ποιότητα της διδακτέας ύλης και προωθείται η ανάπτυξη δικτύων συνεργασίας με άλλους εκπαιδευτικούς, διευρύνοντας την παρεχόμενη ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος. Τέλος, το σχολείο δεν αρκεί μόνον να αναπτύξει ευκαιρίες έκφρασης των παραπάνω, αλλά επιπλέον χρειάζεται να μεριμνήσει προκειμένου να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις ούτως ώστε να ευδοκιμήσουν ανάλογες πρακτικές. Οι εκπαιδευτικοί είναι εκείνοι που οφείλουν να αποκωδικοποιήσουν τις απόψεις των παιδιών και να καθορίσουν τον χώρο που τους δίνεται, ώστε να εκφραστούν με ελευθερία και δίχως λογοκρισία λόγω κύρους, θέσης ή αυθεντίας, αναγνωρίζοντας ακόμη και τον εαυτό τους ως «έργο σε διαρκή εξέλιξη», η οποία επιτυγχάνεται μέσω αυτής της τριβής.

Από τον Rousseau και τον Freire λοιπόν, μέχρι και τους πιο σύγχρονους Ferguson και Ainscow, καταλήγει κανείς στο ίδιο συμπέρασμα πως η ακρόαση των «φωνών» των παιδιών συνδέεται πέραν των άλλων και με θέματα θεμελιώδους σημασίας, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, η εμφύσηση δημοκρατικών αρχών στα σχολεία, θέματα που αφορούν στη βελτίωση της εκπαίδευσης αλλά και στην προώθηση της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης. Οι μαθητές αποτελούν τον πόρο εκείνον που συχνά παραβλέπεται, για τη μεταλαμπάδευση αυτών των αρχών και αλλαγών στην εκπαιδευτική κοινότητα, όμως είναι εύκολα αντιληπτό πως με βασικό εφόδιο τις «φωνές» των παιδιών, ιδανικά όπως η ελευθερία, η αυτονομία και ο αυτοπροσδιορισμός μέσω της δημοκρατικής συμμετοχής όλων των νέων ανθρώπων στον τομέα της εκπαίδευσης, θα επέλθει η ταχεία ανάπτυξη και βελτιστοποίηση της ποιότητας της εκπαίδευσης. Συνοψίζοντας, αντιλαμβανόμαστε ότι οι εκπαιδευτικοί οφείλουμε να τείνουμε ευήκοα ώτα προς τους μαθητές μας, που αποτελούν αναντίρρητα τους πολυτιμότερους «πληροφοριοδότες» μας, προκειμένου να ευδοκιμήσει η ουσιαστική κατάκτηση της γνώσης αλλά συγχρόνως και να γεφυρωθεί γόνιμα και διαλεκτικά το χάσμα ανάμεσα στις γενεές, το πριν και το τώρα μέσα από μια ενεργή σύζευξή τους, καθιστώντας αμφότερους (μαθητές κι εκπαιδευτικούς) βασικούς μοχλούς για μια ζώσα ουσιαστική διδακτική διεργασία.

 

Έφη Παπαδοπούλου | Εκπαιδευτικός Υπουργείου Παιδείας – Αθλήτρια